- λιθάς
- λιθάς, -άδος, ἡ (Α) [λίθος]1. λίθος, βράχος («σεῡεν κύνας ἄλλυδις ἄλλον πυκνῇσιν ἐν λιθάδεσσιν», Ομ. Οδ.)2. (με περιλπτ. σημ.) α) βροχή λίθων («ἀκροβόλων ἐπάλξεων λιθὰς ἔρχεται», Αισχύλ.)β) σωρός λίθων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιθάς — stone fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθάδας — λιθάς stone fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθάδες — λιθάς stone fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθάδεσι — λιθάς stone fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθάδεσσι — λιθάς stone fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθάδεσσιν — λιθάς stone fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθάδος — λιθάς stone fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
побити — ПОБИ|ТИ (71), Ю, ѤТЬ гл. 1.Побить, избить, осыпать ударами: ...смьрьди побити клеветьника. ГрБ № 247, 20–50 XI; ѹли˫анъ престѹпникъ. пославъ воины камениѥмь поби и. съ двѣма ѹченикома ѥго. ПрЛ 1282, 37г; см҃ртью да ѹмреть. каменьемь да побиеть… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κεμάς — κεμάς, άδος και ποιητ. τ. κεμμάς, και στον Ησύχ. κεμφάς, ἡ (Α) μικρό, νεαρό ελάφι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kem «χωρίς κέρατα». Ο τ. κεμάς προέκυψε είτε από κάποιον αμάρτυρο τ. *κέμος, με θ. σε ο, αντίστοιχο τού αρχ. ινδ. śama «χωρίς κέρατα» … Dictionary of Greek
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek